ασυγκέντρωτος

ασυγκέντρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί, ο αμάζευτος
2. εκείνος που δεν συγκεντρώνει την προσοχή του σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασυγκέντρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν πήγε ή δεν τον έφεραν στη συγκέντρωση: Το στάρι της χρονιάς εκείνης ήταν ασυγκέντρωτο. 2. αυτός που δεν μπορεί να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, την προσοχή του κτλ.: Διάβασμα με ασυγκέντρωτο το νου δεν μπορεί να έχει απόδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”